
Ειδική εταιρεία εξηγεί τους όρους και τις αμοιβές για τη μετανάστευση – Οι γιατροί στην πιο παραγωγική τους ηλικία βρίσκονται αντιμέτωποι με το αδιέξοδο.
Tο ΕΣΥ έχει κλείσει τις πόρτες του, ενώ ο ιδιωτικός τομέας δοκιμάζει τα οικονομικά τους όρια και τις αντοχές τους
Πιέζονται, ασφυκτιούν, υποφέρουν, αλλά καταβάλλουν αγωνιώδεις προσπάθειες για να βρουν μια διέξοδο από τη μελανή επαγγελματική πραγματικότητα που βιώνουν: οι γιατροί στην Ελλάδα σήμερα μοιάζουν με τους πολυτραυματίες που περιθάλπουν.
Ακροβατούν μεταξύ επαγγελματικής φθοράς και αφθαρσίας, οικονομικής πνιγμονής και ανάσας, αναζητούν στηρίγματα, προσπαθούν να κρατηθούν από την επιστήμη που σπούδασαν, παλεύουν να παραμείνουν μάχιμοι μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες – αυτές που έχει διαμορφώσει η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων, αλλά και η απουσία εθνικής στρατηγικής στη διαχείριση του επιστημονικού δυναμικού.
Η φυγή, η μετανάστευση σε ευρωπαϊκή ή άλλη χώρα θεωρείται η πιο άμεση, αποτελεσματική, διαθέσιμη «θεραπεία» που μπορεί να τους βγάλει από την επαγγελματική βύθιση: περίπου 13.000 Ελληνες γιατροί την τελευταία δεκαετία έχουν αναζητήσει την ίαση με αυτόν τον τρόπο στις βαρύτατες παθογένειες που εμφανίζει ο κλάδος τους, ενώ όλοι όσοι βρίσκονται σε αυτόν συμφωνούν ότι το κύμα της μετανάστευσης θα διατηρηθεί σε υψηλό σημείο για πολύ χρόνο ακόμη. Οι 1.200 γιατροί που αποφοιτούν από τις ιατρικές σχολές της χώρας κάθε χρόνο και οι 300 που ολοκληρώνουν τις σπουδές τους σε εκείνες της αλλοδαπής ενισχύουν συνεχώς αυτό το κύμα.
«Ζητούνται ιατροί»: αυτή η αγγελία αναζήτησης ιατρικού δυναμικού απαντάται σχεδόν σε όλα τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας μας, μόνο που δεν αφορά θέσεις σε εγχώρια νοσηλευτικά ιδρύματα. Οι ενδιαφερόμενοι εργοδότες εκπροσωπούν νοσοκομεία της αλλοδαπής, με εκείνα της Βρετανίας, της Γερμανίας και των σκανδιναβικών χωρών να διεκδικούν επίμονα Ελληνες γιατρούς για να τους εντάξουν στο προσωπικό τους.
Ζητούμενο για εμάς είναι να συνεργαστούμε με γιατρούς που να έχουν τουλάχιστον δύο χρόνια επαγγελματική προϋπηρεσία και να μπορούν να καλύπτουν ανάγκες, τακτικές ή έκτακτες, στα νοσοκομεία, κυρίως ιδιωτικά, με τα οποία συνεργαζόμαστε. Π.χ.,να καλύπτουν εφημερίες, άδειες ασθενείας, εγκυμοσύνης, εκπαίδευσης κ.ά.». Η Ελλάδα είναι ένας γνώριμος προορισμός για τη συγκεκριμένη εταιρεία, καθώς οι εκπρόσωποί της αναζητούν γιατρούς από την εθνική μας δεξαμενή από το 2006.
Βαριά διάθεση, λίγα λόγια, βιαστική αποχώρηση: οι γιατροί, ειδικευμένοι στην πλειονότητά τους, που βρίσκονταν στην αίθουσα του ξενοδοχείου για να συζητήσουν το ενδεχόμενο της εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχαν διάθεση για συζήτηση. Το βάρος των πολυετών και απαιτητικών σπουδών, της εργασιακής ανασφάλειας, των οικογενειακών υποχρεώσεων, του προβληματισμού για το μέλλον τους στην Ελλάδα ή αλλού τους έχει εξαντλήσει. Στην πιο παραγωγική τους ηλικία βρίσκονται αντιμέτωποι με το αδιέξοδο στην Ελλάδα: το ΕΣΥ έχει κλείσει τις πόρτες του, ενώ ο ιδιωτικός τομέας δοκιμάζει τα οικονομικά τους όρια και τις αντοχές τους.
«Για να ανοίξω δικό μου ιατρείο χρειάζομαι εξοπλισμό αξίας 100.000 ευρώ, τα οποία δεν διαθέτω. Στο ΕΣΥ προκηρύσσονται θέσεις οφθαλμιάτρων με το σταγονόμετρο κι εγώ, που είμαι πλέον κοντά στα 40, πρέπει να εργαστώ. Λόγω γλωσσικής επάρκειας θα αναζητήσω δουλειά στην Αγγλία και στη Γαλλία», λέει ο οφθαλμίατρος Β.Γ.
Ενα ζευγάρι γιατρών παθολόγων, στην ηλικία των 40 χρόνων, παραμένει πολλή ώρα στην αίθουσα κάνοντας συνεχώς ερωτήσεις και ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με τις συνθήκες εργασίας. Ωστόσο απογοητευμένοι διαπιστώνουν ότι όσα κι αν παρέχονται από την εταιρεία, παραμένει κενό γράμμα το πώς και ποιος θα φροντίσει την 8 μηνών κορούλα τους, αφού θα καλύπτουν κενά μόνιμων γιατρών και συνεπώς δεν μπορούν να γνωρίζουν το πρόγραμμα των ωρών εργασίας τους.
O 31χρονος ειδικευόμενος καρδιολόγος σε μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας Α.Κ. φεύγει χωρίς να κρύψει την απογοήτευσή του. «Είναι μια ωραία νόμιμη εργολαβία εργαζομένων. Φαίνεται πως δίνει τη δυνατότητα να μπω στο σύστημα υγείας της Αγγλίας, αλλά δεν ξέρω με ποιες συνθήκες. Οι απολαβές είναι καλές, μου είπαν για 2.500 με 3.000 λίρες τον μήνα.
Η θλιβερή αυτή διαπίστωση, η απουσία προοπτικής, γίνεται ωστόσο κινητήριος δύναμη για μερίδα γιατρών. «Οι Ελληνες γιατροί την περασμένη δεκαετία επέλεγαν να φύγουν, τώρα η φυγή είναι μονόδρομος διότι συνδέεται πια με τον βιοπορισμό τους και όχι με τις εκπαιδευτικές και ακαδημαϊκές επιλογές τους», εκτιμά ο κ. Διονύσης Τζοβάρας, υπεύθυνος της MedPower, εταιρείας που διοργανώνει τα τελευταία οκτώ χρόνια Ημέρες Καριέρας για υγειονομικούς εργαζομένους με προορισμό επιχειρήσεις στην Ευρώπη.
«Το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται στις διοργανώσεις αυτές είναι μεγάλο – ένδειξη της ανασφάλειας που βιώνουν οι επιστήμονες στην Ελλάδα. Αυτοί που αποφασίζουν τελικά να φύγουν είναι λίγοι, περίπου ένας στους οκτώ, και το κάνουν κυρίως οι νέοι γιατροί, μέχρι την ηλικία των 35 χρόνων, ειδικευμένοι ή μη, καθώς και εκείνοι μετά την ηλικία των 55 χρόνων που έχουν μεγαλύτερα παιδιά και περισσότερες οικονομικές υποχρεώσεις», λέει ο κ. Τζοβάρας περιγράφοντας το προφίλ των γιατρών που μεταναστεύουν.
Ενα… καταστροφικό πλεόνασμα
Το πλεόνασμα των Ελλήνων γιατρών έχει εξελιχθεί σε βαρίδι για τη χώρα, την επιστήμη, τους ίδιους τους λειτουργούς του Ιπποκράτη. Διότι το επιστημονικό δυναμικό που περισσεύει εξάγεται, ωφελώντας άλλες χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ), τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν αναζητήσει επαγγελματική διέξοδο εκτός Ελλάδας 12.629 γιατροί.
Η αποδήμηση στη Βρετανία
Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των ειδικευμένων γιατρών που φεύγουν από την Ελλάδα είναι σταθερά υπερδιπλάσιος από αυτόν των ανειδίκευτων. Η πλειονότητα των Ελλήνων γιατρών (ποσοστό 80%) που εργάζονται σε νοσοκομεία της Βρετανίας έχουν σπουδάσει στην Ελλάδα.
«Αυτές οι θέσεις είναι μια ευκαιρία για όσους γιατρούς χρειάζονται μια οικονομική ενίσχυση, μικρότερη ή μεγαλύτερη. Αμείβονται πολύ καλά εξ όσων γνωρίζω; από 80 έως 100 λίρες την ώρα για τους έμπειρους γιατρούς και από 30 έως 50 λίρες την ώρα για τους νεότερους. Θεωρούνται όμως και μια γέφυρα για να μπεις στο σύστημα υγείας της Βρετανίας», λέει ο κ. Γρηγόρης Μακρής, ειδικευόμενος επεμβατικός ακτινολόγος στην Οξφόρδη.
Την εμπειρία της απασχολούμενη σε θέση locum περιγράφει στο «ΘΕΜΑ» η 27χρονη Φρόσω Γρόση, ειδικευόμενη νευροχειρουργός στο Κέιμπριτζ, η οποία βρίσκεται στη Βρετανία τα τελευταία τρία χρόνια: «Μου ζητήθηκε να καλύψω την υπηρεσία ενός μόνιμου γιατρού ο οποίος ασθένησε.